Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Από μακρυά κι αγαπημένοι

Λένε ότι η Αθήνα είναι απρόσωπη. Εγώ λέω πως όποιος έχει πει αυτή την ατάκα έχει μόλις έρθει από το χωριό του. Δεν είναι δυνατόν να ζεις στην Αθήνα και να λες ότι κανείς δεν γνωρίζει κανέναν. Κάνε μια βόλτα στο κέντρο. Σίγουρα θα πέσεις πάνω σε κάποιον γνωστό. Αν είχες την τύχη δε, να μεγαλώσεις σε κάποια γειτονιά των προαστίων ξέρεις πολύ καλά τί σημαίνει κατινιά και σχολιασμός πίσω από την πλάτη σου, σα να έχεις μεγαλώσει στο τελευταίο κουτσοχώρι της περιφέρειας με τους 80 κατοίκους. Όλοι ξέρουν τους πάντες. Άλλωστε, πόσα στέκια έχει η περιοχή σου; Η δικιά μου πάρα πολλά, καθώς θεωρείται μια από τις καλύτερες επιλογές για έξοδο για ποτό ή καφέ...Κι όμως όταν θα βγούμε με τις φίλες μου πάντα, ΠΑΝΤΑ θα δούμε κάποιον γνωστό και πάντα, ΠΑΝΤΑ η κολλητή μου θα έχει να μου πει τα πιο πρόσφατα νέα για τη ζωή του.

Πραγματικά, δεν ξέρω πώς το καταφέρνει. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι τόσο πολύ την κατινιά που φρόντισα μετά το σχολείο να ξεκόψω από καταστάσεις που με έκαναν να με πιάνει σύγκρυο και κρύος ιδρώτας να κυλά στην πλάτη μου. Γιατί για μένα, αυτό το βγαίνω και βρίσκω γνωστούς είναι κάτι όχι απλά αρνητικό αλλά τρομακτικό. Ίσως γιατί οι επιλογές μου ήταν πάντα κατακριτέες από μερίδα ατόμων κι έτσι φρόντισα να κρατήσω κρυφές τις "πομπές" μου από αυτούς που θα ήταν εύκολο να βρουν κάποιον άλλον που με ξέρει και να με σχολιάσουν παρέα.

Μου αρέσει να προκαλώ είναι αλήθεια. Μου αρέσει να συζητάνε για μένα, ως ένα σημείο είναι κι αυτό αλήθεια. Το να γίνεται αυτό σε επίπεδο γνωστών και όχι ως απλός τυχαίος σχολιασμός σε ένα μπαρ κάπως έτσι: "Κοίτα αυτές τις δυο εκεί που φιλιούνται.Είναι λεσβίες σου λέω!", είναι κάτι που δε θέλω στη ζωή μου. Γι'αυτό και η επιστροφή μου στα πάτρια εδάφη μετά από μακρά παραμονή στο εξωτερικό και πριν από αυτό από παραμονή στο σπίτι του τότε γκόμενου σε άλλη περιοχή, έκαναν τις παλιές γνώριμες φάτσες να αναφωνήσουν: "Ούαου!Έχω να σε δώ πάάάάρα πολύ καιρό εσένα". Είναι αλήθεια, μάλλον γιατί εγώ δεν ήθελα να δω εσένα...

Προχτές είχε τρελό happening σε ένα από τα πιο γνωστά στέκια της περιοχής μου. Γνωστό συγκρότημα είχε κανονιστεί να έρθει να παίξει live και όπως καταλαβαίνεις αυτό σήμαινε ότι το μαγαζί θα κατακλυζόταν από γνωστούς. Αυτό δε με εμπόδισε βέβαια από το να πάω. Βλέπεις, οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει τη φάτσα μου, ίσως ακόμα και ότι υπήρξα κάποτε κάτοικος αυτής της γειτονιάς και αν δεν τους χαιρετήσω εγώ δεν με προσέχουν καν. Αυτό θα πει ινγκόγκνιτο.

Πήρα λοιπόν την κολλητή μου αγκαζέ και πήγαμε. Πρώτος σταθμός: χαιρετάμε τη φίλη μας που δουλεύει στο μπαρ. Δεύτερος σταθμός: χαιρετάμε τους γνωστούς στο τραπέζι που μας έκλεισε η φίλη που δουλεύει στο μπαρ. Κι εκεί που λέω εντάξει τελειώσαμε τις χαιρετούρες, βλέπω την κολλητή μου στις μύτες των ποδιών της να κοιτάει προς το πίσω μέρος του μαγαζιού. "Έχει πάρα πολύ κόσμο και δεν βλέπω ρε γαμώτο", μου λέει. "Ε και;Ποιόν θες να δεις;". "Είσαι τρελή; Πρώτα απ'όλα τον Νίκο(πρώην της και κόλημμά της μεγάλο-όπως όλοι οι πρώην της τώρα που το σκέφτομαι). Μετά τους φίλους του Νίκου,τον Μάκη, τον Ψευδό και το Μαλάκα (πώς λέμε ο Μπάμπης ο Σουγιάς, ο Νίκος ο Πεταλούδας κλπ;Ο Μάκης καταρχάς είναι ένας κολλητός του Νίκου που κάποτε είχαν πηδηχτεί-η κολλητή μου κι αυτός, όχι αυτός κι ο Νίκος. Ο Ψευδός είναι όντως ψευδός και δε θυμόμαστε το όνομά του αλλά έτσι καταλαβαίνουμε για ποιόν λέμε, και ο Mαλάκας είναι απλά μαλάκας και το παρατσούκλι του βγήκε γιατί έκανε συνέχεια μαλακίες και έτσι είναι εύκολα αναγνωρίσιμος-ξέρεις και παρατσούκλι και ιδιότητα,δύο σε ένα, wash 'n go).Μετά είναι και ο Θρασύβουλος, ο Βασίλης και ο Πάρης.

Άλλη ιστορία αυτοί. Το καλοκαίρι είχαμε πάει διακοπές σε νησί του Αργοσαρονικού. Πέσαμε πάνω τους και κουβέντα στην κουβέντα γίναμε παρεάκι τρελό. Τα παιδιά ήταν γαμάτα, τα ποτά έρεαν άφθονα, εμείς φορούσαμε μαγιό, ο κόσμος ήταν ωραίος, τα πουλιά κελαηδούσαν. Ο Πάρης ήθελε την Έλλη, η Έλλη ήθελε τον Θρασύβουλο και τον Βασίλη, εγώ ήθελα να ξεχάσω ότι έχω χωρίσει. Ο παραπάνω είναι ιδανικός συνδιασμός για παρτούζα, αλλά εμείς καταλήξαμε απλά στο εξής: η Έλλη να φασωθεί με το Θρασύβουλο, ο Πάρης να πηδηχτεί με μια που τον περνούσε καμμιά δεκαριά χρόνια, ο Βασίλης να τους κοιτάζει και να προσπαθεί να θυμάται ότι έχει κοπέλα ώστε να μην την κερατώσει όπως ο Θρασύβουλος, που είχε κι αυτός κοπέλα αλλά τα στητά βυζάκια της Έλλης μάλλον τον είχαν κάνει να το ξεχάσει προσωρινά.

Όλα αυτά θα ήταν μια πολύ όμορφη καλοκαιρινή ιστορία αν όλοι αυτοί δεν είναι θαμώνες του μπαρ στο οποίο δουλεύεις και δε σε λένε Έλλη. Γιατί αυτό είχε σαν συνέπεια η Έλλη γυρνώντας πίσω να αναγκάζεται να τους σερβίρει στο μπαρ κι αυτό είναι άρρωστο σύμφωνα με τα δικά μου δεδομένα και τα δεδομένα του Χρήστου και της Έλενας (της σχέσης μου ντε). Οι οποίοι πιστεύουν πως αν είναι να κάνεις κάτι, το σωστό είναι να το πεις στον άλλον ώστε να ξέρει τί του συμβάινει (και ενίοτε να συμμετέχει). Πραγματικά δεν ξέρω τί είναι πιο υγειές, αλλά στην τελική έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα δεν είναι να κάνουμε διαγωνισμό πιο υγειούς τρόπου σκέψης αλλά να βρούμε κάποιον που θα κουβαλάει τον ίδιο ανώμαλο τρόπο σκέψης με εμάς.

Το θέμα είναι πως στο μπαρ βρήκαμε τον Θρασύβουλο (και τον Πάρη και τον Βασίλη) με την κοπέλα του, την οποία είχε αγκαλιάσει όλο πάθος και τη φίλαγε με παύσεις διάρκειας του ενός νανοσεκόντ λες και με αυτό τον τρόπο θα εξιλεωνόταν στα μάτια μας και από ο "τύπος που κερατώνει την δικιά του στην πρώτη ευκαιρία" θα γινόταν το υπόδειγμα παιδιού για σπίτι. Λες και είχε σημασία αυτό για μας που ούτως ή άλλως τον κοιτάζαμε με βλέμμα: "ξέρω τί έκανες φέτος το καλοκαίρι κι άστα αυτά,στην πουτάνα πουτανιές;".

Το άλλο θέμα είναι πως ήπια βότκα, ένα ποτό στο οποίο δεν είμαι εξοικιωμένη καθώς δεν το πίνω συχνά(αν και ήταν το πρώτο ποτό που ήπια ως ανήλικο και μ'αυτό ξεκίνησα την πετυχημένη μου πορεία ως αλκοολική). Έτσι πολύ γρήγορα τα πάντα γύρω μου έγιναν πολύ όμορφα. Η αποπνικτική ζέστη του χώρου. Το πυκνό σύννεφο απ'τα τσιγάρα. Οι φάτσες των ντόπιων θαμώνων. Αφού για μια στιγμή μέχρι που σκέφτηκα να πιάσω κανά δυο και να τους φιλήσω. Και σας έχω πει πόσο μισώ να κάνω ιστορίες με άτομα από την περιοχή μου ε; Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ήμουν γκολ. Μέχρι κι εγώ η ίδια το είχα καταλάβει. Γι'αυτό και ήθελα να φύγω. Όοοοχι όμως. Η Νάντια είχε άλλα σχέδια. Δεν σκόπευε να φύγει μέχρι να συμβεί κάτι με τον πρώην της το Νίκο. Και ως εκ θαύματος ο Νίκος την πλησίασε και της είπε πως θέλει να της μιλήσει.

Η Νάντια ήρθε και μου το είπε. Εκεί που γίνονται όλες οι σωστές γυναικείες συζητήσεις τέτοιου είδους. Στην τουαλέτα, φυσικά! Εγώ άρχισα να φωνάζω να μην πηδηχτεί μαζί του γιατί εκεί οδηγούνταν το πράγμα και για να την πείσω ότι έχω δίκιο είπα και στην πρώτη κοπέλα που βρήκα μπροστά μου να αρχίσει να της λέει κι αυτή να μην πηδηχτεί μαζί του. Για κακή μου τύχη αυτή η κοπέλα ήταν η γκόμενα του Θρασύβουλου. Η οποία είχε δει πως εμείς είχαμε μετεγκατασταθεί από το τραπέζι μας στο δικό τους και οι ευαίσθητες γυναικείες κεραίες της είχαν πιάσει πως κάτι τρέχει με εμάς και τα αγόρια της παρέας αλλά (ακόμη) δεν είχε καταφέρει να συνειδητοποιήσει τί. Έτσι παίζοντάς το αδιάφορη ρώτησε όλο αφέλεια (και καλά):
-Να μην πηδηχτεί με ποιόν καλέ;
Σε τα μας ρε κοπελιά; Όταν εσύ ξεκίνησες τις πουτανιές εγώ είχα ήδη βγει τρεις φορές Μιςς Φυλής. Γι'αυτό κι εγώ όλο αφέλεια (και καλά) της απάντησα:
-Με τον πρώην της το Θρασύβουλο
Και απομακρύνθηκα γρήγορα από τις τουαλέτες πριν αρχίσουν να πέφτουν οι σοβάδες από την άναρθρη κραυγή της και πριν ο χώρος μετατραπεί σε σάουνα από τους καπνούς που έβγαζε από τ'αυτιά.

Ο Νίκος τελικά αρνιόταν να της πει τι την ήθελε λέγοντας: "Άστο δεν έχει πλέον σημασία". Η Νάντια κλαψομούνιαζε ότι δεν την θέλει κι εγώ είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι γιατί πρώτον εγώ ήμουν η μεθυσμένη κι όμως ένιωθα η μόνη εκεί μέσα που έκανε λογικές σκέψεις και καταλάβαινε ότι ο Νίκος ήθελε να πηδήξει τη Νάντια αλλά δεν ήθελε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα (αυτό το θέλω να γαμήσω αλλά θέλω το μουνί στο πιάτο είναι άραγε ελληνική πατέντα;). Και δεύτερον γιατί ο Πάρης μου έλεγε ότι έχει ένα καλό τσιγάρο αλλά δυστυχώς σπίτι του, κι εγώ δεν είχα καμμιά όρεξη να έχω την ίδια τύχη με αυτήν που πήδηξε το καλοκαίρι στο νησί. Αν είναι να λες ότι έχεις τσιγάρο ρε φίλε, να το έχεις πάνω σου γιατί κι εγώ με αυτή τη λογική έχω, άσχετα που βρίσκεται ακόμη στην τσέπη του φίλου που με προμηθεύει. Ουστ. Ούτε ένα καλό πέσιμο δεν ξέρεις να κάνεις. Άχρηστε.

Μ'αυτά και μ'αυτά η Νάντια εδέησε να φύγουμε (μάλλον γιατί συνειδητοποίησε ότι αν δεν το κάναμε εκείνη τη στιγμή θα άρχιζα να τριγυρνάω σαν την Amy Winehouse πεσμένη στα τέσσερα ζητιανεύοντας μια τζουρίτσα). Συμπέρασμα της βραδιάς; Το να πηγαίνεις σε μέρη που έχεις πολλούς γνωστούς είναι κακό, ενίοτε όμως έχει πλάκα. Αρκεί να μην αναγκαστείς να πας και αύριο και να αντικρύσεις το μαυρισμένο μάτι του Θρασύβουλου. Άουτς...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου